thoughts on ‘Mothers’ by choreographer Iris Karagian / article by Medie Megas
Μothers
Σκέψεις εμπνευσμένες από μια χορογραφία και ένα βιβλίο.
Thoughts on the work ‘Mothers’ by Iris Karagian.
Γράφω για το έργο Mothers της Ίρις Καραγιάν, γιατί η παράσταση ήταν εξαιρετική και ήθελα να καταγράψω τις σκέψεις μου πάνω σ’αυτήν.
Tο έργο ανέβηκε πέρυσι στο Φεστιβάλ Αθηνών με χορεύτριες τις απίθανες Ιωάννα Παρασκευοπούλου και Χαρά Κότσαλη. Έκτοτε παρουσιάστηκε στο Arc for dance festival και ταξίδεψε στη Ζυρίχη και στη Μπολόνια. Μπορείτε να το δείτε στο φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Καλαμάτας.
“Φαντάσου την Αθήνα. Δες τις πολυκατοικίες της ανοιχτές, σε τομή. Δες τις γυναίκες μέσα σε αυτές, σε κάθε διαμέρισμα να συντονίζονται σε έναν αδιάκοπο ρυθμό. Άκουσε την καθεμία μόνη της, αλλά και όλες μαζί να ακολουθούν το ρυθμό της γυναικείας ύπαρξης. Χωρίς τύμπανα να δίνουν το ρυθμό, χωρίς μετρονόμο, μόνο μια πραγματικότητα να θέτει το μέτρο και να τις κρατάει σε κίνηση. Τα παρκέ, αυτά τα χαρακτηριστικά των πολυκατοικιών της δεκαετίας του ’50 και του ’60, δημιουργούν χώρους και ηχεία. Θυμίσου τον ήχο των τακουνιών της κυρίας του πάνω ορόφου, που μπαίνει από τα ψώνια, καθαρίζει με σκούπα, βάζει τα παιδιά για ύπνο.”
Δύο γυναίκες βρίσκονται σε μια άδεια σκηνή. Τα πόδια τους χτυπούν ρυθμικά πάνω στο μόνο σκηνικό, ένα ξύλινο πάτωμα, που δεσπόζει σαν ξύλινη νησίδα πάνω στη σκηνή. Μια κυκλική κίνηση γεννιέται στα χέρια, διαφορετική για την κάθε χορεύτρια, που μεγαλώνει σιγά και σταδιακά, θέτοντας σε κίνηση τον κορμό και όλο το σώμα τους. Ξεκινά ένα σπειρωτό ταξίδι, ελεγχόμενο. Οι χορεύτριες επαναλαμβάνουν τελετουργικά τις κινήσεις τους, αλλά συγχρόνως τις μεταλλάσσουν σαν ένα αργό υπόγειο τρυπάνι, που με κάθε στροφή του έλικα μαλακώνει λίγο ακόμα χώμα μπροστά του, σκάβοντας αργά και βασανιστικά ένα τούνελ. Ένα τούνελ προς τί; Μια αδιάκοπη εργασιά προς το φως; Η πλήρωση ενός έμφυλου πεπρωμένου με το κεφάλι σκυμμένο; Ή μήπως μία ηρωική ιστορία, χωρίς ίχνος επικότητας, καθημερινής και ταπεινής;
Ο ηρωϊσμός της καθημερινότητας.
Η ηρωική διάσταση αρχίσει να αναδύεται μετά το πρώτο τέταρτο, τη στιγμή που σαν θεατής αρχίζεις να αποδέχεσαι την επαναληπτική φόρμα και να φαντάζεσαι πιθανούς προορισμούς της. Τη στιγμή αυτή ανοίγεται μπροστά σου ένα πλούσιο τοπίο συνειρμών, που θα γεννηθούν από τον τίτλο του έργου, και από τα στοιχεία που θα αρχίσουν να γεννιούνται ένα ένα μέσα από την επανάληψη. Με παρόμοιο τρόπο όπως η μινιμαλιστική μουσική, το έργο θα σε τραβήξει σε αυτό το χωμάτινο τούνελ που σχηματίζουν οι χορεύτριες, στο τοίχωμα του οποίου θα προβάλει ο καθένας εικόνες οικείες, οικογενειακές, γυναικείες και άφυλες, ελκυστικές και απωθητικές, που ακροβατούν ανάμεσα στα δόγματα του πεπρωμένου και της κοινωνικής κατασκευής.
Η σπειροειδής κίνηση θα τις βγάλει εκτός ισορροπίας, μόνο για να ανασυγκροτηθούν στη στιγμή και να την ξαναπιάσουν. Οι πτώσεις θα φέρουν τις χορεύτριες πιο κοντά στο έδαφος. Θα συρθούν πάνω σε αυτό τα ρούχα τους, το δέρμα τους θα έρθει σε επαφή με το ξύλο, η αναπνοή τους θα επιταγχυνθεί καθώς το οριζόντιο σώμα πάλλεται και παλεύει ρυθμικά. Και για πρώτη φορά θα κοιταχτούν. Το βλέμμα τους αυτό μας εκτοξεύει σε άλλη κλίμακα.
Το χτίσιμο της πόλης.
Το παρκέ σπάει και εμείς παύουμε να νιώθουμε την ασφάλεια της ιδιωτικής σφαίρας. Το ξύλινο έδαφος μετατρέπεται σε μακέτα της πόλης, όπου οι υπερμεγέθεις χορεύτριες χτίζουν τον κόσμο τους. Ξυλαράκι, ξυλαράκι, χτίζουν σπίτια, πολυκατοικίες, εγκαινιάζουν καταστήματα και ξενοδοχεία, χωροθετούν σχολεία και χωματερές και φυτεύουν πάρκα. Γίνονται αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι, οραματιστές και εργάτες. Ανοίγουν δρόμους, τοποθετούν γέφυρες. Η επέμβασή τους είναι καθολική, αλλά όχι ακαριαία. Χτίζουν τα πάντα, αργά και επαναληπτικά, δεν ‘χαρακτηρίζουν’ την πόλη με το υπογεγραμμένο τους αρχιτεκτονικό αριστούργημα, παρά αφήνουν επάνω της τη σφαραγίδα του αδιάκοπου. Πάνω από τις γειτονιές που δημουργούν, τα βλέμματά τους διασταυρώνονται, αντλούν η μία από την άλλη τη βούληση να συνεχίσουν, αλλά όχι να τελειώσουν, γιατί πότε τελειώνει μια πόλη;
Η φυγή από την απατηλή αυτή διάσταση θα γίνει σταδιακά. Τώρα ο χώρος τους είναι ανάμεικτος. Και μέσα και έξω, βρίσκονται στο σημείο τομής των δύο σφαιρών. Της ιδιωτικής και της δημόσιας. Και επισκέπτονται την κάθεμια ελεύθερα. Η φυσιογνωμία τους αρχίζει να αποτυπώνει τον ηρωϊσμό της επανάληψής τους. Έχουν επιτελέσει το χρόνο τόσο ανάγλυφα, που αυτός τις επιβραβεύει με ιδρώτα, πατίνα στο δέρμα και μεγάλες κόρες στα μάτια. Ο χρόνος ξαναέρχεται στο προσκήνιο γιατί μετά την οικιακό αγώνα, μετά το χτίσιμο του κόσμου, μετά τη γέννηση της συνέχειας, δεν έρχεται παύση, παρά μόνο ο φανατικός μετρονόμος επιταγχύνει, τις υποβάλλει σε έναν χορό ακόμα πιο εξαντλητικό, ακόμα πιο επίμονα επαναληπτικό. Ο χρόνος πάει να τις αποπροσανατολίσει, τους αλλάζει συνέχεια κατεύθυνση, ανοίγει αδιάκοπα νέα μέτωπα.
Πάσχα.
Όμως γιατί πρέπει αυτοί οι χαρακτήρες να είναι γυναικείοι; Γιατί το έργο λέγεται Mothers; Οι άντρες δεν χτίζουν; Δεν μπαίνουν σε επαναληπτικές ρουτίνες; Τί είναι έμφυλο στη συμπεριφορά τους; Και από πού πηγάζει; Ο Μπουρντιέ λέει πως αυτό που μοιάζει με έμφυλο πεπρωμένο είναι στην ουσία μια μεταμφιεσμένη κοινωνική κατασκευή. Το φύλο, ως κοινωνική κατασκευή, καθώς επιτελείται μέσα από τα χρόνια και τους αιώνες, καθώς δηλαδή επαναλαμβάνεται, πετυχαίνει να μοιάζει όλοι και πιο φυσικό, όλο και πιο προκαθορισμένο από την ανθρώπινη φύση. Και τότε ο ίδια η κοινωνία αρχίζει να οργανώνει όλα της τα χαρακτηριστικά γύρω από αυτήν την θεμελιώδη διχοτομία. Όλα τα δίπολα, νοηματοδοτούνται με βάσει το φύλο. Το σκληρό γίνεται το αρσενικό, το μαλακό το γυναικείο. Το πνευματικό γίνεται το αντρικό, το σωματικό το γυναικείο. Η μικρή και επαναληπτική δράση γίνεται γυναικεία, ενώ η αποφαστιστική και ακαριαία επέμβαση γίνονται ανδρικά. Πρίν από λίγο καιρό είχαμε Πάσχα. Σκέφτομαι τις ετοιμασίες για το τραπέζι του Πάσχα. Όλες τις μικροδουλειές της ετοιμασίας, των αγορών, του μαγειρέματος, και από την άλλη τις αποφαστιστικές επεμβάσεις: την αγορά του αρνιού, την ανάσυρση της σούβλας και των επίπλων της βεράντας από τα υπόγεια. Το συνεχόμενο και μικρό έναντι στο στιγμιαίο και καταλυτικό, ίσον το γυναικείο έναντι στο ανδρικό.
Το έργο δε καταλήγει σε ηθικολογικά συμπεράσματα, δεν αρθρώνει φωνή διεκδίκησης της ισότητας, αλλά διεισδύει σε μια πραγματικότητα και καλεί εκεί το βλέμμα του θεατή. Εισβάλλει διαισθητικά σ’εναν κόσμο και αφήνει τους ρυθμούς του να φανερωθούν. Ας ρωτήσουμε τις μητέρες: τί σημαίνει για εκείνες παύση, κυκλικότητα του χρόνου και της διάθεσης, επανάληψη και ανάπτυξη; Ας τις ρωτήσουμε για τον ρυθμό και τον συντονισμό, για τη μέρα και τη νύχτα, για τη μητρότητα.
Μέντη Μέγα
(Το βιβλίο στο οποίο αναφέρομαι στον υπότιτλο αυτού του κειμένου είναι το ‘Η ανδρική κυριαρχία’ του Πιέρ Μπουρντιέ, Εκδόσεις Πατάκη, 2007).